- προαθρέω
- προαθρέω,A foresee, Eust.86.41.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προαθρεῖν — προαθρέω foresee pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαθροῦσα — προαθρέω foresee pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαθρήσαντες — προαθρέω foresee aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαθρῶν — προαθρέω foresee pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαθροίσας — προαθροίσᾱς , προαθρέω foresee pres part act fem acc pl (doric) προαθροίσᾱς , προαθρέω foresee pres part act fem gen sg (doric) προαθροίσᾱς , προαθροίζω gather aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) προαθροΐσᾱς , προαθροίζω gather… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)